- πέλεια
- και πελίη, ἡ, Α1. το αγριοπερίστερο2. στον πληθ. αἱ πέλειαιοι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel- / *pol- «γκρίζος, φαιός» —με επίθημα –ja τών πελιδνός*, πελιός, πολιός.* Όπως και το λατ. palumbes «περιστέρι», το πουλί ονομάστηκε έτσι από το γκριζόμαυρο χρώμα του. Η ίδια ονομασία αποδόθηκε μεταφορικά και στις ιέρειες τού μαντείου τής Δωδώνης είτε λόγω παλαιάς θρησκευτικής παράδοσης για θηριομορφικές λατρευτικές εκδηλώσεις είτε λόγω τών κραυγών τών ιερειών όταν χρησμοδοτούσαν, κραυγών που θύμιζαν πουλιά, είτε, τέλος, για το χρώμα τών μαλλιών τους, που έμοιαζε με το γκριζωπό χρώμα τών περιστεριών (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείουςΚῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύλιδας»).
Dictionary of Greek. 2013.